- κατασκεπάζω
- (AM κατασκεπάζω)1. σκεπάζω εντελώς2. συγκαλύπτω, αποκρύπτω («μοχθηρὰ ἤθη λόγοις ἐπιεικέσιν κατασκεπάζειν», Φίλ.)μσν.προστατεύω, θέτω υπό την προστασία μου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατασκεπάζει — κατασκεπάζω cover entirely pres ind mp 2nd sg κατασκεπάζω cover entirely pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκεπάσαντες — κατασκεπάζω cover entirely aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκεπάσαι — κατασκεπά̱σᾱͅ , κατασκεπάζω cover entirely fut part act fem dat sg (doric) κατασκεπάζω cover entirely aor inf act κατασκεπάσαῑ , κατασκεπάζω cover entirely aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκεπάσας — κατασκεπά̱σᾱς , κατασκεπάζω cover entirely fut part act fem acc pl (doric) κατασκεπά̱σᾱς , κατασκεπάζω cover entirely fut part act fem gen sg (doric) κατασκεπάσᾱς , κατασκεπάζω cover entirely aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκαταχώννυμι — ἐγκαταχώννυμι (Α) κατασκεπάζω («ἐγκατέχωσαν αὐτοὺς τῷ πλήθει τῶν βελῶν») … Dictionary of Greek
κατασκέπαση — η [κατασκεπάζω] στενοχώρια, σκοτούρα («μεγάλη κατασκέπαση τόν ήβρε και τρομάρα») … Dictionary of Greek
κατασκέπασμα — κατασκέπασμα, τὸ (Α) [κατασκεπάζω] σκέπασμα, κάλυμμα … Dictionary of Greek
κατασκέπω — (Α) κατασκεπάζω* … Dictionary of Greek
κατασκεπαστός — ή, ό (Α κατασκεπαστός, όν) [κατασκεπάζω] νεοελλ. συγκαλυμμένος αρχ. εντελώς σκεπασμένος … Dictionary of Greek